- σεμεντίτης
- ο, Ν (μεταλλ.) καρβίδιο τού σιδήρου που απαντά υπό μορφή στερεού διαλύματος στον χάλυβα και στον χυτοσίδηρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χυτοσίδηρος — Λέγεται και μαντέμι. Σιδηρούχο προϊόν που αποτελείται από κράμα σιδήρου άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα που κυμαίνεται μεταξύ 1,78 και 6%. Το ποσοστό αυτό του άνθρακα παρέχει στον χ. ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χάλυβα, που και αυτός… … Dictionary of Greek